αντιληψις

αντιληψις
    ἀντίληψις
    ἀντί-ληψις
    дор. ἀντίλαψις -εως ἥ
    1) получение взамен
    

κατακομιδέ καὴ πάλιν ἀ. Thuc. — вывоз и обратный ввоз

    2) захват, присвоение
    

(τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης Xen.)

    3) средство или возможность ухватиться:

(χαίτη)

, τῷ ἀναβάτῃ ἀ. Xen. грива, за которую хватается всадник; οὐδεμίαν ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν Diod. не иметь никакой надежды на помощь
    4) перен. слабое или уязвимое место
    

(ἀντιλήψεις καὴ ἀπορίαι Plat.; πολλὰς ἀντιλήψεις ἔχειν Plut.)

    5) возражение, опровержение
    

(οὐ συγχωρεῖν τῇ ἀντιλήψει τινός Plat.)

    6) восприятие, ощущение
    

(ἡδονῆς τε καὴ πόνου Diod.)

    ὑπ΄ ἀντίλαψιν πίπτειν Plat. — быть предметом чувственного восприятия

    7) забота, занятие
    

(μυρίας ἀντιλήψεις καὴ ἀσχολίας παρέχειν τινί Plut.)

    8) мед. поражение, заболевание
    

(τῶν ἀκρωτηρίων, sc. τοῦ σώματος Thuc.)

    9) pl. помощь, поддержка NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "αντιληψις" в других словарях:

  • ἀντίληψις — receiving in turn fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλήψει — ἀντίληψις receiving in turn fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιλήψεϊ , ἀντίληψις receiving in turn fem dat sg (epic) ἀντίληψις receiving in turn fem dat sg (attic ionic) ἀντιλαμβάνω receive instead of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλήψεις — ἀντίληψις receiving in turn fem nom/voc pl (attic epic) ἀντίληψις receiving in turn fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλήψεσι — ἀντίληψις receiving in turn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλήψεσιν — ἀντίληψις receiving in turn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιλήψιας — ἀντίληψις receiving in turn fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίληψιν — ἀντίληψις receiving in turn fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГИЕРОКЛ —     ГИЕРОКЛ (Ἱεροκλῆς) (кон. 1 в. 1 я пол. 2 в. н. э.?), философ стоик, известен как автор соч. «Основы этики». По совокупности косвенных данных принято считать, что Г., скорее всего, тождествен упомянутому Авлом Геллием Гиероклу стоику,… …   Античная философия

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԴԻԼԻՊՍ — ( ) NBH 1 0133 Chronological Sequence: 12c գ. ἁντίληψις Առումն, եւ առիթ. ձեռնտու. օգնական. *Մտցէ առաջի հօր, եւ անդիլիպս ( ʼի լս. առիթ) եւ միջնորդ լիցի. Լմբ. պտրգ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»